Ψάξε στην αποθήκη

Τα καπέλα

Έχω μεγάλη συμπάθεια στα καπέλα, γιατί αφαιρούν από το κεφάλι το αποκρουστικό σχήμα του κρανίου. Ένα πρόσωπο αποτελειώνεται μέσα στο καπέλο του. Γίνεται σαν ένα σπίτι κάτου απ΄τη στέγη του, σαν ένας γλόμπος μέσα στο αμπαζούρ του. Τότε το φως πέφτει πιο μαλακό στη μύτη και στις άκρες των χειλιών, σταχτί-γαλάζιο, ανάμικτο με σκιά και ασφάλεια.
Μέσα στο καπέλο μου νιώθω την ευχάριστη άνεση του γνώριμου περιβάλλοντος και την κατάλληλη εκείνη θερμοκρασία για να κλωσάει το μυαλό μου. Γι’ αυτό χάνω το κέφι μου κάθε φορά που είμαι υποχρεωμένος να βγάλω το καπέλο μου για να χαιρετήσω κάποιον ή για να μπω σ’ένα γραφείο ή σ΄ένα ιατρείο.
Όμως δεν νιώθω την ίδια δυσκολία σαν βρίσκουμαι ξεσκούφωτος μέσα στην κάμαρά μου, γιατί τότε απλούστατα όλη η κάμαρα μου γίνεται καπέλο. Ή πάλι, σαν βρίσκουμαι στην εξοχή, κάτω απ΄τα δέντρα, γιατί τότε όλος ο ουρανός γίνεται ένα γαλάζιο καπέλο που με προφυλάει από κάθε μνησικακία. Τότε κρεμάω σ΄ένα κλαδί τη ρεπούμπλικά μου και περιμένω να καθίσει πάνω του μια πεταλούδα ή ένα πουλί.
Συχνά στέκουμαι και χαζεύω μπροστά στις βιτρίνες των καπελάδικων. Πολλά απ΄αυτά, παρ΄ότι αφόρετα, έχουν μια δαχτυλιά μπροστά κι είναι γερμένα για να κρύψουν το όμορφο, αόρατο πρόσωπο. Άλλα είναι πολύ σοβαρά, σαν καμωμένα από βραδινό καπνό πλοίου ή τραίνου. Άλλα είναι σκέτος ρεμβασμός.
Λυπάμαι τα καπέλα που αποστρατευτήκανε, πεταμένα στο πάνω μέρος της ντουλάπας, ρυτιδωμένα, σκονισμένα, σκοροφαγωμένα. Κι από κάτου ο μεγάλος ολόσωμος καθρέφτης, δείχνοντας με υπεκφυγές το απέναντι κομοδίνο, με τη βούρτσα πάνω στο μάρμαρο και με τα φιαλίδια απ΄τα φάρμακα του πεθαμένου. Αλήθεια, οι πεθαμένοι ποτέ δεν φοράνε καπέλο. Γι΄αυτό, σαν περνάει η στενόμακρη γυάλινη άμαξα με τα οχτώ άλογα και τα λοφία, βγάζουμε κι εμείς το καπέλο μας και το κρατάμε στα δυο μας χέρια με ταπεινοσύνη –όχι με ταπείνωση. Ποια ταπείνωση χωράει τέτοιες ώρες;
Ω, σίγουρα, θα πρέπει ν΄αγοράσω ένα καινούργιο καπέλο για να μη μοιάζω πεθαμένος. Τι να τις κάνω τις χαιρετούρες τότε; Ανεβαίνω την οδό Σταδίου σιγοσφυρίζοντας ένα αυτοσχέδιο τραγουδάκι για ψάθινα παραθαλάσσια καπέλα. Πάνω απ΄τα σπίτια ξεχωρίζει ο Παρθενώνας σαν ένα ρόδινο κομψό καπέλο στο απογευματινό κεφάλι της Αθήνας.

Αρίοστος ο Προσεχτικός, αφηγείται στιγμές του βίου του και του ύπνου του -ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, (εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ)

7 Σχόλια:

The Motorcycle boy είπε...

Βρήκα αυτό το κείμενο και είπα να το κεράσω σε όλους σας εδώ μέσα. Σκεφτόμουν κιόλας, αν θέλατε να το σηκώσουμε κάπου πάνω ή στο πλάι της σελίδας γιατί μοιάζει να είναι η καλύτερη περιγραφή αυτού του blog.
Καλά να περνάτε όλοι σας.

Balidor είπε...

Έλα ρε..

ΚΑΠΕΛΑΡΕΣ ΦΟΡΕΒΑ' ΡΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ !!!!!

Sisyfina είπε...

Καταπληκτικό. Όσο πιο πολύ τον διαβάζω τόσο περισσότερο μ' αρέσει..Όψιμα ανακαλύπτω πως ήταν Ωραίος ο Ρίτσος και του βγάζω το καπέλο.
Και merci για το κέρασμα ;)

The Motorcycle boy είπε...

Έτσι ακριβώς Βαλίδορε! KTFB που έλεγε κι ο Στομάχης.
mambo, νομίζω πως αυτό ανήκει στα κείμενα που κόνταψαν να στοιχίσουν τη διαγραφή του Ρίτσου από το τιμημένο.

marquee de mud είπε...

γιατι ως γνωστον το τιμημενο ξερει απο καπελα.

ωραιο κειμενο

Mantalena Parianos είπε...

Τι καπέλωμα είναι αυτό!
μουτς - καλημέρες παιδιά

(μου λείπει το dsl μου, σνιφ)

The Motorcycle boy είπε...

Όντως, πολύ όμορφο κείμενο. Το είχα παραγγείλει στον Ρίτσο όταν ανοίξαμε τα καπέλα, αλλά αυτός μου το έγραψε λίγο νωρίτερα.
Καλημέρα Μανταλένα -Καλημέρες καπέλα.

Creative Commons License